τριβελίζω

τριβελίζω
τριβέλισα, τριβελίστηκα, τριβελισμένος
1. ανοίγω τρύπα με τριβέλι, τρυπανίζω: Τριβελίζει το ξύλο για να περάσει βίδα.
2. μτφ., γίνομαι ενοχλητικός, ενοχλώ την ακοή κάποιου: Μ' αυτή την γκρίνια του το παλιόπαιδο με τριβελίζει μια ώρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριβελίζω — τριβελίζω, τριβέλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τριβελίζω — Ν [τριβέλι] 1. ανοίγω οπή με το τριβέλι 2. (συν. στη φρ.) «τριβελίζω τα αφτιά» ή «τριβελίζω το μυαλό» μτφ. γίνομαι πολύ ενοχλητικός σε κάποιον («μη μού τριβελίζεις το κεφάλι, βρε αδερφέ!») …   Dictionary of Greek

  • γλείφω — (Μ γλείφω) σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι νεοελλ. Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο») 2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί... τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν») 3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι… …   Dictionary of Greek

  • τριβέλισμα — το, Ν [τριβελίζω] διάνοιξη οπής με τριβέλι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”