- τριβελίζω
- τριβέλισα, τριβελίστηκα, τριβελισμένος1. ανοίγω τρύπα με τριβέλι, τρυπανίζω: Τριβελίζει το ξύλο για να περάσει βίδα.2. μτφ., γίνομαι ενοχλητικός, ενοχλώ την ακοή κάποιου: Μ' αυτή την γκρίνια του το παλιόπαιδο με τριβελίζει μια ώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.